12.18.2020

Το πιο δύσκολο.

Μόνη ξανα δε θα σε αφήσω, να μη μ'αφήσεις μόνο ποτέ..

Πίνω μια γουλιά καφε

κρύο καφέ

στρίβω ένα τσιγάρο

ανοίγω το παράθυρο όχι πολύ όμως γιατί είναι Δεκεμβρης.

Είναι νύχτα στο είπα οτι είναι νύχτα?

Πάμε ταξίδι, οι βαλίτσες μας είναι στη μπαγκαζιέρα και χύμα στα πίσω καθίσματα.

Είμαι χαρούμενη,νυστάζω και χαμογελάω.

Δε μιλάω πολύ, έχω κουραστεί γιατι δούλευα όλη μέρα, 

εσύ οδηγάς και ακούμε ραδιόφωνο.

Χαλαρά. Ηρεμία.

Σε αισθάνομαι σκαλωμένο.

Τι έχεις?

Τι κοιτάς?

Γιατί έχεις κολλήσει το βλέμα σου στον καθρέπτη?



Χάος.

Ο καφές μου χύνεται προς όλες τις κατευθύνσεις.

Ολα είναι άσπρα, τώρα μαύρα, περίεργα φώτα

αχ δε καταλαβαίνω.

Πονάν τα αυτιά μου απο την φασαρία, νομίζω ουρλιάζω αλλά δε με ακούω.

Ναι σίγουρα ουρλιάζω, γιατί αισθάνομαι τον λαιμό μου να δονείται.

Καρφώνω το βλέμμα μου ευθεία και περιμένω να τελειώσει ή να τελειώσω.

Φοβάμαι λίγο.

Πρώτη φορά τα μερικά δευτερόλεπτα διαρκούν τόσες ώρες.

Ενα πολύ δυνατό μπαμ.

Κάπου χτυπήσαμε και το αμάξι σταμάτησε απότομα.

Δε θέλω άλλο, πρέπει να κοιμηθώ.


Οκ, το μόνο που ακούγεται τώρα είναι το ράδιο.

Μόνη ξανα δε θα σαφήσω..

Ανοίγω μάτια αλλα και πάλι δε καταλαβαίνω πως είμαι.

Δε βρίσκω που είναι το πάνω και που είναι το κάτω.

Τα τζάμια έχουν σπάσει.

Τι μου ήρθε να ουρλιάξω πριν? Τώρα φτύνω τζάμια και χώματα?

Όλες οι αισθήσεις είναι διαφορετικές.

Όσφρηση.

Καφέδες,λάδια, καμμένα λάστιχα και βενζίνη.

Βλέπω καπνούς.

Πρέπει να βγούμε, άλλα δε ξέρω που είναι το πάνω.

Το αυτοκίνητο έχει αναποδογυρίσει.

Τωρα φοβάμαι πολύ.

Πως βγαίνουμε απο δώ?

Παράθυρο συνοδηγού, το δικό μου.

Αυτό είναι.

Βγαίνεις πρώτος εσύ, σε ακούω να μιλάς στην οδηγό που μας εμβόλισε.

"Πάρε ΕΚΑΒ,πυροσβεστική,τροχαία"

Σε ακούω να τα λες και, ωχ συνεβη όντως αυτό τώρα?

Δε θέλω να βγώ, φοβάμαι.

Πάλι θα ήθελα να κοιμηθώ.

Δε με αφήνεις,μου βάζεις τις φωνές να βγω.

Μου λές οτι θα πιάσει φωτιά.

Ενώ δε θέλω βγαίνω.

Ουφ. Πάλι καλά περπατάω.


Κρυώνω.

Ο καφές είναι όλος πάνω στα ρούχα μου.

Τώρα ο χρόνος έχει αλλάξει.

Τρέχει.

Ακοή. Σειρήνες.

Πότε πρόλαβαν?

Όραση. Μπλέ φώτα της τροχαίας, κόκκινα της πυροσβεστικής.

Εγώ στέκομαι ακόμα με το ίδιο καρφωμένο βλέμμα σε ένα κάποιο σημείο και άνθρωποι έρχονται προς το μέρος μας.

Στην άσφαλτο πεταμένες βαλίτσες.

Κρίμα έσπασε η μπαγκαζιέρα.

Δεν ήπια έκεινον τον κρύο καφέ.

Δε κάπνισα εκείνο το τσιγάρο.



Γιατί ζω?











Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου